ψεφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_4)
 
(47c)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεφαῖος''': -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.
|lstext='''ψεφαῖος''': -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />[[ψεφαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ψεφαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ψεφαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].