ἔξορκος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(SL_1)
(12)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἔξορκος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[under]] [[oath]] met. [[ἀλαθής]] τέ μοι [[ἔξορκος]] [[ἐπέσσεται]] ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by [[oath]] : contra Wil., 370&#774;{2}) (O. 13.99)
|sltr=[[ἔξορκος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[under]] [[oath]] met. [[ἀλαθής]] τέ μοι [[ἔξορκος]] [[ἐπέσσεται]] ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by [[oath]] : contra Wil., 370&#774;{2}) (O. 13.99)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔξορκος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορκίζει («[[ἔξορκος]] βοὰ [[κήρυκος]] ἐσθλοῡ» — [[φωνή]] του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξορκος Medium diacritics: ἔξορκος Low diacritics: έξορκος Capitals: ΕΞΟΡΚΟΣ
Transliteration A: éxorkos Transliteration B: exorkos Transliteration C: eksorkos Beta Code: e)/corkos

English (LSJ)

ον,

   A bound by oath, Pi.O.13.99.

German (Pape)

[Seite 887] beschwörend, βοὰ κάρυκος, Pind. Ol. 13, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξορκος: -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος ἐπέσσεται... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ Πίνδ. Ο. 13. 140.

English (Slater)

ἔξορκος
   1 under oath met. ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by oath : contra Wil., 370̆{2}) (O. 13.99)

Greek Monolingual

ἔξορκος, -ον (Α)
αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).