ἔντριχος: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἔντρῐχος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[cubierto de pelo]], [[que tiene pelo]] λίην ἔ. εἰμι habla una pelota <i>AP</i> 14.62, κορυφή de pers., Sm.<i>Ps</i>.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo</i> para hacer cristal, Anon.Alch.349.3<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[peluca]] Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.<br /><b class="num">2</b> ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto). | |dgtxt=(ἔντρῐχος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[cubierto de pelo]], [[que tiene pelo]] λίην ἔ. εἰμι habla una pelota <i>AP</i> 14.62, κορυφή de pers., Sm.<i>Ps</i>.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo</i> para hacer cristal, Anon.Alch.349.3<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[peluca]] Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.<br /><b class="num">2</b> ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔντριχος]], -ον (AM)<br />ο [[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πάνω]] τις [[τρίχες]] του («ἔντριχον [[δέρμα]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔντριχον, ἀσθενές»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔντριχον</i><br />[[περούκα]], [[φενάκη]], προσθετή [[κόμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634. II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30. III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chevelu.
Étymologie: ἐν, θρίξ.
Spanish (DGE)
(ἔντρῐχος) -ον
1 cubierto de pelo, que tiene pelo λίην ἔ. εἰμι habla una pelota AP 14.62, κορυφή de pers., Sm.Ps.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo para hacer cristal, Anon.Alch.349.3
•neutr. subst. τὸ ἔ. peluca Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.
2 ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto).
Greek Monolingual
ἔντριχος, -ον (AM)
ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
μσν.
αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον
περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.