ἐξιλασμός: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
(6_15) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξιλασμός''': ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.). | |lstext='''ἐξιλασμός''': ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐξιλασμός]]) [[εξιλάσκομαι]]<br />[[εξιλέωση]], [[εξευμενισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />θρησκευτικὴ τελετὴ για [[εξευμένιση]] του θεού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐξίλασις, ib.Le.23.27, al., Procl.Par. Ptol.24.
German (Pape)
[Seite 882] ὁ, das Auslösen, Sühnen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιλασμός: ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ο (AM ἐξιλασμός) εξιλάσκομαι
εξιλέωση, εξευμενισμός
μσν.- νεοελλ.
θρησκευτικὴ τελετὴ για εξευμένιση του θεού.