ἐπιείσομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see ἔπειμ Od. 9.2. | |auten=see ἔπειμ Od. 9.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιείσομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[σπεύδω]] («τοὺς ἄλλους [[ἐπιείσομαι]] ὅν κε κιχείω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] («ἀγρούς [[ἐπιείσομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>είσομαι</i> «[[σπεύδω]]», τ. που θεωρείται μέλλ. του [[ίεμαι]] «[[επιθυμώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἐπιεισάμενος, only fut. and aor.,
A rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι 11: perh. fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).
English (Autenrieth)
see ἔπειμ Od. 9.2.
Greek Monolingual
ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].