ἐρυθραῖος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]]. | |btext=α, ον :<br />qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐρυθραῑος, -α, -ον (AM) [[ερυθρός]]<br /><b>1.</b> [[ερυθρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα<br /><b>αρχ.</b><br />ο καταγόμενος από την [[πόλη]] Ερυθρές. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα, D.P.597,958, etc.; κάλαμος Id.1127. II of or from Erythrae, Hdt.1.18, etc.
German (Pape)
[Seite 1036] röthlich, poet. = ἐρυθρός, D. Per. 38 u. öfter; vom rothen Meere u. dem dort Vorkommenden, z. B. κάλαμος, auch λίθος, Luc. amor. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθραῖος: -αν, -ον, = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα Διον. ΙΙ. 38, κλ.˙ κάλαμος αὐτόθι 1127˙ λίθος Statius, Silvae 4. 6, 18. ΙΙ. ὁ ἐξ Ἐρυθρῶν, Ἡρόδ., κλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.
Étymologie: ἐρυθρός.
Greek Monolingual
ἐρυθραῑος, -α, -ον (AM) ερυθρός
1. ερυθρός
2. αυτός που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα
αρχ.
ο καταγόμενος από την πόλη Ερυθρές.