δυναστικός: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[consistente en un poder personal]], [[autocrático]] ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>b</sup>31<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[tirano]] ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ [[ἄλλοι]] δυναστικοὶ Arist.<i>Fr</i>.611.55.<br /><b class="num">2</b> [[potente]], [[poderoso]] δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[consistente en un poder personal]], [[autocrático]] ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>b</sup>31<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[tirano]] ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ [[ἄλλοι]] δυναστικοὶ Arist.<i>Fr</i>.611.55.<br /><b class="num">2</b> [[potente]], [[poderoso]] δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστικός]], -ή, -όν) [[δυνάστης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη [[δυναστεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βίαιος]], [[καταναγκαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθαίρετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol.1320b31 (Sup.): Comp., more potent, Gal.6.396.
German (Pape)
[Seite 673] zum δυνάστης gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter δυναστεία Gesagte.
Greek (Liddell-Scott)
δῠναστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ δυνάστην, αὐθαίρετος, Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
impérieux, autoritaire.
Étymologie: δυνάστης.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 consistente en un poder personal, autocrático ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.Pol.1320b31
•subst. ὁ δ. tirano ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι δυναστικοὶ Arist.Fr.611.55.
2 potente, poderoso δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυναστικός, -ή, -όν) δυνάστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία
νεοελλ.
βασιλικός
μσν.
βίαιος, καταναγκαστικός
αρχ.
αυθαίρετος.