εὔφιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔφῑμος''': [[εὐχαλίνωτος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, [[στυπτικός]], εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275. | |lstext='''εὔφῑμος''': [[εὐχαλίνωτος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, [[στυπτικός]], εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔφιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) [[ευχαλίνωτος]], που δέχεται εύκολα χαλινό<br /><b>2.</b> αυτός που σταματάει με τη [[στύψη]], ο [[στυπτικός]], ο [[αιμοστατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φιμός]] «[[φίμωτρο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A well-bitted, well-bridled, Hdn.Epim.178 (hence εὐφῑμία, v. εὐκαμία). II astringent, styptic, Nic.Al.275.
German (Pape)
[Seite 1106] 1) sehr zusammenziehend, Nic. Al. 275. – 2) vom Pferde, dem ein Gebiß gut anzulegen ist, Hdn. epimer. 178.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφῑμος: εὐχαλίνωτος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, στυπτικός, εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275.
Greek Monolingual
εὔφιμος, -ον (Α)
1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό
2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»].