ἐφοδευτικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφοδευτικῶς''': [[ἐπιτροχάδην]], ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308. | |lstext='''ἐφοδευτικῶς''': [[ἐπιτροχάδην]], ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐφοδευτικώς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[επιτροχάδην]], ως εν παρόδω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>εφοδευτικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εφοδευτής]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A by tracing an argument, advancing to a conclusion, S.E. M.8.308, P.2.142.
German (Pape)
[Seite 1121] bei Sext. Emp. adv. math. 8, 307, οὐ μόνον ἐφοδ., ἀλλὰ καὶ ἐκκαλυπτικῶς ἄγουσιν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ συμπέρασμα, nicht auf künstliche, versteckte Weise. Vgl. ἔφοδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτικῶς: ἐπιτροχάδην, ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308.
Greek Monolingual
ἐφοδευτικώς (Α)
επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο εφοδευτικός (< εφοδευτής)].