εὔμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de juste mesure, de moyenne grandeur;<br /><b>2</b> bien mesuré, bien calculé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέτρον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de juste mesure, de moyenne grandeur;<br /><b>2</b> bien mesuré, bien calculé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέτρον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («[[[λέξις]]] [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμετρος Medium diacritics: εὔμετρος Low diacritics: εύμετρος Capitals: ΕΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: eúmetros Transliteration B: eumetros Transliteration C: eymetros Beta Code: eu)/metros

English (LSJ)

ον,

   A well-measured, well-calculated, σφενδόνα A.Ag.1010 (lyr.); well-proportioned, v.l. for ἔμμητρον, Theoc.25.209.    2 of moderate size or proportions, οἶκος Aret.CA 1.1. Adv. -ως ib.1.6, Sor.1.86.    3 excellent in metre, [λέξις] εὔ. καὶ εὔρυθμος D.H.Comp.25; opp. κακόμετρος, Phld.Po.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1081] von schönem Maaße, Rhythmus, λέξις, D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, σφενδόνη Aesch. Ag. 982.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμετρος: -ον, καλῶς μεμετρημένος, καλῶς ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de juste mesure, de moyenne grandeur;
2 bien mesuré, bien calculé.
Étymologie: εὖ, μέτρον.

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («[[[λέξις]]] εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.