αἰωνόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de vida eterna]], [[inmortal]] epít. de los Ptolomeos y reyes egipcios Πτολεμαῖος (Ptolomeo IV Filopátor) <i>ISyène</i> 2.6 (III a.C.), cf. <i>PMonac</i>.45.12 (III a.C.), <i>OGI</i> 90.4 (Roseta II a.C.), ῬαμέστηςἩλίου παῖς αἰ. Hermapio 1, Ψαμμήτιχος <i>PMag</i>.4.154<br /><b class="num">•</b>de divinidades Ἰάω, ὁ μέγας αἰ. <i>PMag</i>.5.176, cf. 482, de Dios αἰωνόβιε Synes.<i>Hymn</i>.1.163.
|dgtxt=-ον<br />[[de vida eterna]], [[inmortal]] epít. de los Ptolomeos y reyes egipcios Πτολεμαῖος (Ptolomeo IV Filopátor) <i>ISyène</i> 2.6 (III a.C.), cf. <i>PMonac</i>.45.12 (III a.C.), <i>OGI</i> 90.4 (Roseta II a.C.), ῬαμέστηςἩλίου παῖς αἰ. Hermapio 1, Ψαμμήτιχος <i>PMag</i>.4.154<br /><b class="num">•</b>de divinidades Ἰάω, ὁ μέγας αἰ. <i>PMag</i>.5.176, cf. 482, de Dios αἰωνόβιε Synes.<i>Hymn</i>.1.163.
}}
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[αἰωνόβιος]], -ιον)<br />αυτός που ζει στους αιώνες, [[αιώνιος]], [[αθάνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μακρόβιος]], [[πολύχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως [[τίτλος]] τών βασιλέων της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> ως [[τίτλος]] του Θεού <b>μτγν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰὼν</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰωνόβῐος Medium diacritics: αἰωνόβιος Low diacritics: αιωνόβιος Capitals: ΑΙΩΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: aiōnóbios Transliteration B: aiōnobios Transliteration C: aionovios Beta Code: ai)wno/bios

English (LSJ)

ον,

   A immortal, title of Egyptian kings, Πτολεμαῖος OGI90.4 (Rosetta, ii B. C.), PMag.Par.1.154; of God, PMag.Lond. 46.176,482.

Greek (Liddell-Scott)

αἰωνόβῐος: -ον, = ἀθάνατος, Ἐπιγρ. Ροσέττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 4.

Spanish (DGE)

-ον
de vida eterna, inmortal epít. de los Ptolomeos y reyes egipcios Πτολεμαῖος (Ptolomeo IV Filopátor) ISyène 2.6 (III a.C.), cf. PMonac.45.12 (III a.C.), OGI 90.4 (Roseta II a.C.), ῬαμέστηςἩλίου παῖς αἰ. Hermapio 1, Ψαμμήτιχος PMag.4.154
de divinidades Ἰάω, ὁ μέγας αἰ. PMag.5.176, cf. 482, de Dios αἰωνόβιε Synes.Hymn.1.163.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἰωνόβιος, -ιον)
αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος
νεοελλ.
μακρόβιος, πολύχρονος
αρχ.
1. ως τίτλος τών βασιλέων της Αιγύπτου
2. ως τίτλος του Θεού μτγν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος.