ἀκανθίς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> épineuse;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀκανθίς]] :<br /><b>1</b> chardonneret, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> séneçon, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]].
|btext=ίδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> épineuse;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀκανθίς]] :<br /><b>1</b> chardonneret, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> séneçon, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]].
}}
{{grml
|mltxt=ἀκανθὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]] (Carduelis carduelis)<br /><b>2.</b> [[φυτό]], που ονομαζόταν από τους αρχαίους και [[ἠριγέρων]] ονομασίες του φυτού Σενέκιο (<b>Καλλ.</b> [[παρά]] Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)<br /><b>3.</b> στον <b>Γαλ.</b> 17, 666 βρίσκεται με τη [[σημασία]] της λέξεως «[[κανθός]]».
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθίς Medium diacritics: ἀκανθίς Low diacritics: ακανθίς Capitals: ΑΚΑΝΘΙΣ
Transliteration A: akanthís Transliteration B: akanthis Transliteration C: akanthis Beta Code: a)kanqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a bird,

   A goldfinch, Fringilla carduelis, or linnet, Fr.linaria, Arist. HA616b31, Theoc.7.141.    II = ἠριγέρων, Call. ap. Plin.HN25.168: = ἄκανθα Ἀραβική, Ps.-Dsc.3.13: = ἀκάνθιον, ib.16.    III = κανθός, Gal.17(1).666.

German (Pape)

[Seite 68] ίδος, ἡ, Distelsinke, Stieglitz, Arist. H. A. 8, 5; Theocr. 7, 141; Agath. 25 (V, 292).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πτηνοῦ, ἡ καρδερῖνα, fringilla carduelis ἢ fring. linaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17. 2, Θεόκρ. 7. 141. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ senecio, Καλλ. παρὰ Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 106. ΙΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ., ἀκανθώδης, Ἀνθ. Π. 6. 304.

French (Bailly abrégé)

ίδος
I. adj. f. épineuse;
II. subst.ἀκανθίς :
1 chardonneret, oiseau;
2 séneçon, plante.
Étymologie: ἄκανθα.

Greek Monolingual

ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis)
2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες του φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)
3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη σημασία της λέξεως «κανθός».