εὐμενέτης: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Autenrieth) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten== [[εὐμενής]], Od. 6.185 (opp. [[δυσμενής]], 184). | |auten== [[εὐμενής]], Od. 6.185 (opp. [[δυσμενής]], 184). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐμενέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐμενέτειρα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ευμενής]]) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευμενής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (<b>[[πρβλ]].</b> επικ. <i>ηχ</i>-<i>έτα</i> «[[ηχηρός]]», <i>οικ</i>-[[έτης]] «[[υπηρέτης]] που ανήκει στον οίκο»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for εὐμενής,
A well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. Εὐμεν-έτειρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.
English (Autenrieth)
= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).
Greek Monolingual
εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].