θεμιτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμῐτεύω''': [[θεμιστεύω]], [[ὄργια]] θεμιτεύων, τηρῶν [[νόμιμα]] [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., [[χάριν]] τοῦ μέτρου).
|lstext='''θεμῐτεύω''': [[θεμιστεύω]], [[ὄργια]] θεμιτεύων, τηρῶν [[νόμιμα]] [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., [[χάριν]] τοῦ μέτρου).
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμιτεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[αντί]] [[θεμιστεύω]], [[τελώ]] νομίμως.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμῐτεύω Medium diacritics: θεμιτεύω Low diacritics: θεμιτεύω Capitals: ΘΕΜΙΤΕΥΩ
Transliteration A: themiteúō Transliteration B: themiteuō Transliteration C: themiteyo Beta Code: qemiteu/w

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων

   A keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.