ἴκκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
mNo edit summary |
(17) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
[[Category:Ionic Dialect]] | [[Category:Ionic Dialect]] | ||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴκκος]], ὁ (Α)<br />ο [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ίππος]]<br />τα -<i>κκ</i>- της λ. ανάγονται πιθ. σε -<i>kk</i><sup>w</sup>- (IE [[ρίζα]] <i>ekwo</i>- «[[άλογο]]») και αποτελούν εκφραστικό αναδιπλασιασμό, ο [[οποίος]] εμπόδισε τη [[μετατροπή]] τοὑ χειλοϋπερωικού <i>k</i><sup>w</sup> σε -<i>π</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[ίππος]])]. | |||
}} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= ἵππος, EM474.12; cf. ἵππος sub fin.
Greek Monolingual
ἴκκος, ὁ (Α)
ο ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ίππος
τα -κκ- της λ. ανάγονται πιθ. σε -kkw- (IE ρίζα ekwo- «άλογο») και αποτελούν εκφραστικό αναδιπλασιασμό, ο οποίος εμπόδισε τη μετατροπή τοὑ χειλοϋπερωικού kw σε -π- (βλ. και λ. ίππος)].