ἰοστέφανος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(SL_1) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῐοστέφᾰνος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[crowned]] [[with]] violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1. | |sltr=<b>ῐοστέφᾰνος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[crowned]] [[with]] violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰοστέφανος]], -ον)<br />[[τόπος]] ή [[πράγμα]] που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα [[άνθη]]», Παλαμ.<br />γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών <b>κ.λπ.</b>) [[στεφανωμένος]] με ία, [[ιοστεφής]] («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στέφανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>στέ</i>-<i>φανος</i>, <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A violet-crowned, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; esp. of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.
German (Pape)
[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.
English (Slater)
ῐοστέφᾰνος, -ον
1 crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.