ἰσχυρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(6_15)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡρόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.
|lstext='''ἰσχῡρόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυρόρριζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρριζος</i>, <i>μακρό</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρόρριζος Medium diacritics: ἰσχυρόρριζος Low diacritics: ισχυρόρριζος Capitals: ΙΣΧΥΡΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: ischyrórrizos Transliteration B: ischyrorrizos Transliteration C: ischyrorrizos Beta Code: i)sxuro/rrizos

English (LSJ)

ον, (ῥίζα)

   A with strong root, Thphr.CP2.12.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.

Greek Monolingual

ἰσχυρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος, μακρό-ρριζος].