εὐκλήρημα: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_21) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκλήρημα''': τό, καλὴ [[τύχη]], [[εὐτύχημα]], [[κατόρθωμα]], Ἀντιφάνης ἐν Ἀδώνιδι» 1, Διοδ. 18. 13. | |lstext='''εὐκλήρημα''': τό, καλὴ [[τύχη]], [[εὐτύχημα]], [[κατόρθωμα]], Ἀντιφάνης ἐν Ἀδώνιδι» 1, Διοδ. 18. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκλήρημα]], τὸ (Α)<br />[[ευκληρώ]]<br /><b>1.</b> [[αγαθός]] [[κλήρος]], καλή [[μοίρα]], καλή [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[ευτύχημα]], [[κατόρθωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a piece of good fortune, Antiph.317, Teles p.26 H., D.S.18.13, Str.5.3.7. (εὐκλήρωμα is f.l. in AB77.)
German (Pape)
[Seite 1075] τό, das gute Loos, Glück, Teles Stob. fl. 40, 8; Strab. 5, 3, 7; D. Sic. 18, 13.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκλήρημα: τό, καλὴ τύχη, εὐτύχημα, κατόρθωμα, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδώνιδι» 1, Διοδ. 18. 13.
Greek Monolingual
εὐκλήρημα, τὸ (Α)
ευκληρώ
1. αγαθός κλήρος, καλή μοίρα, καλή τύχη
2. ευτύχημα, κατόρθωμα.