καρύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρύϊνος''': -η, -ον, = [[καρυηρός]], ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. [[χρῶμα]], ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. [[ῥάβδος]], ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).
|lstext='''κᾰρύϊνος''': -η, -ον, = [[καρυηρός]], ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. [[χρῶμα]], ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. [[ῥάβδος]], ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καρύϊνος]], -ΐνη, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] καρυδιάς, ο [[καρυδένιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καρυΐνη</i><br />στενή [[στάμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καρύδι]] («[[καρύϊνον]] [[ἔλαιον]]» — το [[καρυδέλαιο]], <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρύϊνος]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που παραγόταν στη Μαιονία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρύ</i>-<i>ινος</i>, <i>πώρ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠϊνος Medium diacritics: καρύϊνος Low diacritics: καρύϊνος Capitals: ΚΑΡΥΪΝΟΣ
Transliteration A: karýïnos Transliteration B: karuinos Transliteration C: karyinos Beta Code: karu/i+nos

English (LSJ)

η, ον,

   A of nuts, ἔλαιον Gal.11.871; κ. Χρῶμα nutbrown, Thphr.Sens.78; cf. καρόϊνος.    II made of walnut-wood, σανίδες IG11(2).203B100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος LXXGe.30.37, cf. Je.1.11.    III καρυΐνη, ἡ, narrow jar, Gp.13.7.2.    IV Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον.

German (Pape)

[Seite 1331] = καρυηρός; ἔλαιον, Nußöl, Sp.; χρῶμα, Nußfarbe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύϊνος: -η, -ον, = καρυηρός, ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. χρῶμα, ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. ῥάβδος, ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καρύϊνος, -ΐνη, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη
στενή στάμνα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από καρύδικαρύϊνον ἔλαιον» — το καρυδέλαιο, Γαλ.)
2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» — οίνος που παραγόταν στη Μαιονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ινος (πρβλ. δρύ-ινος, πώρ-ινος)].