καπνηλός: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπνηλός''': -όν, [[πλήρης]] καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54. | |lstext='''καπνηλός''': -όν, [[πλήρης]] καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπνηλός]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει [[οσμή]] ή [[γεύση]] καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιγ</i>-<i>ηλός</i>, <i>τρυφ</i>-<i>ηλός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A smoky, ὀδμή Nic.Th.54.
German (Pape)
[Seite 1323] räucherig, nach Rauch schmeckend, ὀδμή Nic. Ther. 54.
Greek (Liddell-Scott)
καπνηλός: -όν, πλήρης καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54.
Greek Monolingual
καπνηλός, -όν (Α)
αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιγ-ηλός, τρυφ-ηλός].