κατάβολος: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_14) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάβολος''': ὁ, [[θέσις]] ἢ [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύναταί τις νὰ θέσῃ τι: Ι. [[μέρος]] ἐν θαλάσσῃ [[ἔνθα]] περιέκλειον ὄστρεα, μύδια, κ.τ.τ. ἢ ἰχθῦς, ὀστρεοτροφεῖον, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Ξενοκρ. 27 (σελ. 13, ἔκδ. Κοροῆ, οὗ ἴδε σημ. ἐν σ. 144). ΙΙ. [[ἐπίνειον]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 30, Ἐτυμολ. Μ. 336. 21. | |lstext='''κατάβολος''': ὁ, [[θέσις]] ἢ [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύναταί τις νὰ θέσῃ τι: Ι. [[μέρος]] ἐν θαλάσσῃ [[ἔνθα]] περιέκλειον ὄστρεα, μύδια, κ.τ.τ. ἢ ἰχθῦς, ὀστρεοτροφεῖον, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Ξενοκρ. 27 (σελ. 13, ἔκδ. Κοροῆ, οὗ ἴδε σημ. ἐν σ. 144). ΙΙ. [[ἐπίνειον]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 30, Ἐτυμολ. Μ. 336. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κατάβολος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέρος]] στη [[θάλασσα]] στο οποίο φυλάγονται οι αστακοί δεμένοι με σπάγγο για να διατηρούνται φρέσκοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] στη [[θάλασσα]] στο οποίο περικλείονταν οστρακόδερμα ή ψάρια, [[ιχθυοτροφείο]]<br /><b>2.</b> [[επίνειο]]<br /><b>3.</b> [[αποθήκη]] για [[φύλαξη]] εμπορευμάτων<br /><b>4.</b> η [[καταβολή]], η [[πληρωμή]] με δόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μετά]]-<i>βολος</i>, [[παρά]]-<i>βολος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
(proparox.), ὁ,
A stewpond, oyster-bank, Xenocr. ap. Orib.2.58.96. II naval station, = ἐπίνειον, Sch.Th.1.30; entrepót, = ἐμπόριον, EM336.21.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβολος: ὁ, θέσις ἢ τόπος ἔνθα δύναταί τις νὰ θέσῃ τι: Ι. μέρος ἐν θαλάσσῃ ἔνθα περιέκλειον ὄστρεα, μύδια, κ.τ.τ. ἢ ἰχθῦς, ὀστρεοτροφεῖον, ἰχθυοτροφεῖον, Ξενοκρ. 27 (σελ. 13, ἔκδ. Κοροῆ, οὗ ἴδε σημ. ἐν σ. 144). ΙΙ. ἐπίνειον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 30, Ἐτυμολ. Μ. 336. 21.
Greek Monolingual
ο (Α κατάβολος)
νεοελλ.
μέρος στη θάλασσα στο οποίο φυλάγονται οι αστακοί δεμένοι με σπάγγο για να διατηρούνται φρέσκοι
αρχ.
1. μέρος στη θάλασσα στο οποίο περικλείονταν οστρακόδερμα ή ψάρια, ιχθυοτροφείο
2. επίνειο
3. αποθήκη για φύλαξη εμπορευμάτων
4. η καταβολή, η πληρωμή με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μετά-βολος, παρά-βολος].