καρυΐτης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(6_14)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρυΐτης''': ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κάρυον]], τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.
|lstext='''καρυΐτης''': ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κάρυον]], τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρυΐτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τιθύμαλλος]] [[καρυΐτης]]» — το [[φυτό]] ευφόρβιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γαλακτ</i>-[[ίτης]], <i>μελιτ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠΐτης Medium diacritics: καρυΐτης Low diacritics: καρυΐτης Capitals: ΚΑΡΥΪΤΗΣ
Transliteration A: karyḯtēs Transliteration B: karuitēs Transliteration C: karyitis Beta Code: karui/+ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A like a nut, τιθύμαλλος κ., Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, ein Kraut mit nußähnlichen Früchten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καρυΐτης: ὁ, ὅμοιος πρὸς κάρυον, τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.

Greek Monolingual

καρυΐτης, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με καρύδι
2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» — το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. γαλακτ-ίτης, μελιτ-ίτης)].