κάπνιος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_1) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπνιος''': (δηλ. [[ἄμπελος]]), ἡ, [[εἶδος]] ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ [[χρῶμα]] τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται [[κάπνεος]] παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· [[καπνία]] παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. [[καπνίας]] ΙΙ. 1. ΙΙ. [[κάπνιος]], ([[καπνός]] Kühn), ἡ, [[εἶδος]] βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ [[τοὔνομα]] εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria. | |lstext='''κάπνιος''': (δηλ. [[ἄμπελος]]), ἡ, [[εἶδος]] ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ [[χρῶμα]] τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται [[κάπνεος]] παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· [[καπνία]] παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. [[καπνίας]] ΙΙ. 1. ΙΙ. [[κάπνιος]], ([[καπνός]] Kühn), ἡ, [[εἶδος]] βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ [[τοὔνομα]] εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάπνιος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάπνειος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. ἄμπελος), ἡ,
A v. κάπνειος. II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.