διεκδικητής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(big3_11) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[defensor]], <i>Cod.Iust</i>.10.11.8.7a. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[defensor]], <i>Cod.Iust</i>.10.11.8.7a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ [[διεκδικητής]], ο) [[διεκδικώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο [[δικαίωμα]] («[[διεκδικητής]] περιουσίας»)<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]], [[μνηστήρας]] («[[διεκδικητής]] του θρόνου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> [[κηδεμόνας]], [[πληρεξούσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = Lat.
A defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.
Greek Monolingual
ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμα («διεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήρας («διεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.