διεκδικητής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(big3_11)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[defensor]], <i>Cod.Iust</i>.10.11.8.7a.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[defensor]], <i>Cod.Iust</i>.10.11.8.7a.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ [[διεκδικητής]], ο) [[διεκδικώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο [[δικαίωμα]] («[[διεκδικητής]] περιουσίας»)<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]], [[μνηστήρας]] («[[διεκδικητής]] του θρόνου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> [[κηδεμόνας]], [[πληρεξούσιος]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκδῐκητής Medium diacritics: διεκδικητής Low diacritics: διεκδικητής Capitals: ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: diekdikētḗs Transliteration B: diekdikētēs Transliteration C: diekdikitis Beta Code: diekdikhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = Lat.

   A defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμαδιεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήραςδιεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.