κατεδαφίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(6_2)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεδᾰφίζω''': [[καταρρίπτω]] εἰς [[ἔδαφος]], εἰς τὴν γῆν, [[κατακρημνίζω]], τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.
|lstext='''κατεδᾰφίζω''': [[καταρρίπτω]] εἰς [[ἔδαφος]], εἰς τὴν γῆν, [[κατακρημνίζω]], τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατεδαφίζω]])<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] στο [[έδαφος]], [[γκρεμίζω]], [[κάνω]] [[κατεδάφιση]], [[χαλώ]] («κατεδάφισαν το παλιό [[σπίτι]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]], δεν [[αφήνω]] [[τίποτε]] όρθιο, στη [[θέση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐδαφίζω]] «[[ισοπεδώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεδᾰφίζω Medium diacritics: κατεδαφίζω Low diacritics: κατεδαφίζω Capitals: ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΩ
Transliteration A: katedaphízō Transliteration B: katedaphizō Transliteration C: katedafizo Beta Code: katedafi/zw

English (LSJ)

   A dash to earth, Suid.:—Pass., Sch.E.Hec.21.

German (Pape)

[Seite 1393] zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κατεδᾰφίζω: καταρρίπτω εἰς ἔδαφος, εἰς τὴν γῆν, κατακρημνίζω, τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.

Greek Monolingual

(AM κατεδαφίζω)
1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους»)
2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»].