κηρέλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρέλαιον''': τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς ἐκ κηροῦ καὶ ἐλαίου, «κερόλαδον», Γαλ. τ. 13, σ. 832, κλ.
|lstext='''κηρέλαιον''': τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς ἐκ κηροῦ καὶ ἐλαίου, «κερόλαδον», Γαλ. τ. 13, σ. 832, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] και [[λάδι]] («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν [[κηρέλαιον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>έλαιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμυγδαλ</i>-<i>έλαιον</i>, <i>σησαμ</i>-<i>έλαιον</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρέλαιον Medium diacritics: κηρέλαιον Low diacritics: κηρέλαιον Capitals: ΚΗΡΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kērélaion Transliteration B: kērelaion Transliteration C: kirelaion Beta Code: khre/laion

English (LSJ)

τό,

   A wax-oil, a kind of salve, Gal.6.445, 13.953.

German (Pape)

[Seite 1433] τό, Wachsöl, eine Salbe aus Oel und Wachs, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κηρέλαιον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς ἐκ κηροῦ καὶ ἐλαίου, «κερόλαδον», Γαλ. τ. 13, σ. 832, κλ.

Greek Monolingual

κηρέλαιον, τὸ (Α)
αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ-έλαιον, σησαμ-έλαιον].