κηρέλαιον

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρέλαιον Medium diacritics: κηρέλαιον Low diacritics: κηρέλαιον Capitals: ΚΗΡΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kērélaion Transliteration B: kērelaion Transliteration C: kirelaion Beta Code: khre/laion

English (LSJ)

τό, wax-oil, a kind of salve, Gal.6.445, 13.953.

German (Pape)

[Seite 1433] τό, Wachsöl, eine Salbe aus Oel und Wachs, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κηρέλαιον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς ἐκ κηροῦ καὶ ἐλαίου, «κερόλαδον», Γαλ. τ. 13, σ. 832, κλ.

Greek Monolingual

κηρέλαιον, τὸ (Α)
αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλέλαιον, σησαμέλαιον].