κλιμακηδόν: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_6) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑμᾰκηδόν''': Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας. | |lstext='''κλῑμᾰκηδόν''': Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κλιμακηδόν]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] κλιμακωτό τρόπο, [[βαθμηδόν]] («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», <b>Συνέσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῖμαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i>, που δηλώνει τρόπο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμη</i>-<i>ηδόν</i>, <i>σωρ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (κλῖμαξ)
A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.
German (Pape)
[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.
Greek Monolingual
(AM κλιμακηδόν)
επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη-ηδόν, σωρ-ηδόν)].