κατερυκάνω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατερυκάνω]] (Α)<br />(παρεκτεταμ. τ. του [[κατερύκω]]) [[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκάνω Medium diacritics: κατερυκάνω Low diacritics: κατερυκάνω Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΑΝΩ
Transliteration A: katerykánō Transliteration B: katerykanō Transliteration C: katerykano Beta Code: kateruka/nw

English (LSJ)

[ᾰ], lengthd. form of

   A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κατερύκω.

Greek Monolingual

κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.