κνιπεία: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_9) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῑπεία''': ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) [[φειδωλία]], [[προσέτι]], [[ἔνδεια]], Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ. | |lstext='''κνῑπεία''': ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) [[φειδωλία]], [[προσέτι]], [[ἔνδεια]], Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνιπεία]], ή (AM) [[κνιπεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κνιπία]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλαργυρία]], τσιγκουνιά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A miserliness, Doroth.in Cat.Cod.Astr.6.81.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, Knickerei, Armuth, Mangel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπεία: ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) φειδωλία, προσέτι, ἔνδεια, Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ.
Greek Monolingual
κνιπεία, ή (AM) κνιπεύω
μσν.
κνιπία.
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.