κοινεῖον: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινεῖον''': τό, (κοινὸς) κοινὴ [[αἴθουσα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. IV. 31. ΙΙ. [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Ἀρκάδ. σ. 121. 5, Φώτ., Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] κακῶς κοινίον)· ― [[τύπος]] τις ξυνεῖον, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἰλ. Α. 124.
|lstext='''κοινεῖον''': τό, (κοινὸς) κοινὴ [[αἴθουσα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. IV. 31. ΙΙ. [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Ἀρκάδ. σ. 121. 5, Φώτ., Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] κακῶς κοινίον)· ― [[τύπος]] τις ξυνεῖον, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἰλ. Α. 124.
}}
{{grml
|mltxt=κοινεῑον, τὸ (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[χώρος]] συγκεντρώσεων<br /><b>2.</b> [[εταιρεία]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>4.</b> κοινό [[ταμείο]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινεῖον Medium diacritics: κοινεῖον Low diacritics: κοινείον Capitals: ΚΟΙΝΕΙΟΝ
Transliteration A: koineîon Transliteration B: koineion Transliteration C: koineion Beta Code: koinei=on

English (LSJ)

τό,

   A common hall, Test.Epict. 4.30.    2 association, club, IG12(3).104.12 (Nisyros).    3 brothel, Hdn.Gr.1.372, Bull.Soc.Alex.6.282 (iii A.D.), Hsch. (κοινίον cod.); cf. ξυνεῖον.    II common fund, IG4.757A44 (Troezen): pl., ib.B 2, al.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, gemeinsamer Ort, Versammlungsort, bes. Hurenhaus, VLL.; Hesych. auch κοινίον, τό.

Greek (Liddell-Scott)

κοινεῖον: τό, (κοινὸς) κοινὴ αἴθουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. IV. 31. ΙΙ. χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον, Ἀρκάδ. σ. 121. 5, Φώτ., Ἡσύχ. (ἔνθα κακῶς κοινίον)· ― τύπος τις ξυνεῖον, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἰλ. Α. 124.

Greek Monolingual

κοινεῑον, τὸ (Α) κοινός
1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων
2. εταιρεία, σύνδεσμος
3. πορνείο, χαμαιτυπείο
4. κοινό ταμείο.