κόπασις: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_8) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833. | |lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόπασις]], ἡ (Μ) [[κοπάζω]]<br />[[κόπωση]], [[κούραση]], [[κατάπτωση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1482] ἡ, das Ermüden, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κόπασις: -εως, ἡ, κόπωσις, Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, κατεύνασις, κατάπτωσις, ὕφεσις, παῦσις, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.