κομιστής: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(eksahir) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[cuidador]] | |esgtx=[[cuidador]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κομιστής]]) [[κομίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]], που κομίζει [[κάτι]] («[[κομιστής]] κακών αγγελιών)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> ο [[κάτοχος]] ανώνυμου χρεωγράφου, ο [[οποίος]] έχει [[δικαίωμα]] να απαιτήσει την [[πληρωμή]] από τον εκδότη του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για κάποιον («νεκρῶν κομιστήν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπομπός]] («ἔστ' ἄν... λαβοῦσα Νηρῄδων χορὸν ἔλθω κομιστήν σου», <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who takes care of, νεκρῶν E.Supp.25. II conductor, Id.Andr.1268.
German (Pape)
[Seite 1478] ὁ, der Führer, Bringer, Geleiter; Eur. Andr. 1208; λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50). – Der Besorger, νεκρῶν, Bestatter, Eur. Suppl. 25.
Greek (Liddell-Scott)
κομιστής: -οῦ, (κομίζω) ὁ φροντίζων περί τινος, κ. νεκρῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 25. ΙΙ. ὁ κομίζων, ὁ ὁδηγῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1268.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de;
2 qui porte, qui transporte, qui conduit.
Étymologie: κομίζω.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α κομιστής) κομίζω
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών)
2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για κάποιον («νεκρῶν κομιστήν», Ευρ.)
2. προπομπός («ἔστ' ἄν... λαβοῦσα Νηρῄδων χορὸν ἔλθω κομιστήν σου», Ευρ.).