ἐκγλύφω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[vaciar]], [[ahuecar]] καὶ [[ἐάν]] τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]] Thphr.<i>HP</i> 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado</i> Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.<i>R</i>.616d, cf. Gal.4.95, Procl.<i>in R</i>.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον [[αὐτοῦ]] τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618<br /><b class="num">•</b>cirug. [[legrar]] ἐξέγλυψεν ἡ φύσις [[ἑκατέρωθεν]] τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1<br /><b class="num">•</b>[[hacer salir del cascarón]] rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.<i>NA</i> 2.33<br /><b class="num">•</b>[[cascar]], [[romper]] el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.<i>NA</i> 2.38, cf. <i>Gp</i>.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.<br /><b class="num">2</b> [[tallar]], [[grabar]] ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.<i>AI</i> 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.407.18, en v. pas. [[γράμμα]] <i>CIRB</i> 130.7 (II/I a.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[cascarse]], [[abrirse]] καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.<i>TG</i> 17. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[vaciar]], [[ahuecar]] καὶ [[ἐάν]] τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ [[δένδρον]] Thphr.<i>HP</i> 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado</i> Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.<i>R</i>.616d, cf. Gal.4.95, Procl.<i>in R</i>.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον [[αὐτοῦ]] τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618<br /><b class="num">•</b>cirug. [[legrar]] ἐξέγλυψεν ἡ φύσις [[ἑκατέρωθεν]] τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1<br /><b class="num">•</b>[[hacer salir del cascarón]] rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.<i>NA</i> 2.33<br /><b class="num">•</b>[[cascar]], [[romper]] el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.<i>NA</i> 2.38, cf. <i>Gp</i>.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.<br /><b class="num">2</b> [[tallar]], [[grabar]] ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.<i>AI</i> 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.407.18, en v. pas. [[γράμμα]] <i>CIRB</i> 130.7 (II/I a.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[cascarse]], [[abrirse]] καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.<i>TG</i> 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκγλύφω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[κοίλο]] με [[γλύφανο]] ή [[εκγλυφίδα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» — του έβγαλαν τα μάτια)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκκολάπτω]], [[ξεπουλιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ],
A scoop out, τὸν χόνδρον Meges ap.Orib.44.24.1 : pf. Pass. ἐξέγλυμμαι Pl.R.616d ; part. ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618. II hatch, τὰ νεόττια Ael.NA2.33 :—Med., ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17 :—also intr. in Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν) ἐκγλύφει GP. 14.7.28.
German (Pape)
[Seite 755] 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγλύφω: ῠ, διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ: ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ πρκμ. ἐκγέγλυμαι, εὑρίσκομεν τὸν ἀνώμαλον ἐξέγλυμμαι ἐν Πλάτ. Πολ. 616D· πρβλ. κατεγλώττισμαι. ΙΙ. ἐκκολάπτω, «ξεπουλιάζω», τὰ νεόττια Αἰλ. π. Ζ. 2. 33· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Πλουτ. Τ. Γράκχ. 17· ἴδε Κόντ. ἐν Σωκράτει σ. 133.
French (Bailly abrégé)
casser l’œuf pour faire éclore;
Moy. ἐκγλύφομαι (ao. 3ᵉ pl. ἐξεγλύψαντο) m. sign.
Étymologie: ἐκ, γλύφω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1vaciar, ahuecar καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον Thphr.HP 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618
•cirug. legrar ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1
•hacer salir del cascarón rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.NA 2.33
•cascar, romper el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.AI 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas. γράμμα CIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.TG 17.
Greek Monolingual
(AM ἐκγλύφω)
καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα
μσν.
φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» — του έβγαλαν τα μάτια)
αρχ.
εκκολάπτω, ξεπουλιάζω.