ἀρισκυδής: Difference between revisions
From LSJ
(big3_6) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀρισκῡδής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[muy irritado]] εὖνις ... [[Διός]] Call.<i>SHell</i>.267. | |dgtxt=(ἀρισκῡδής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[muy irritado]] εὖνις ... [[Διός]] Call.<i>SHell</i>.267. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρισκυδής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />πολύ οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ές, (σκύζω)
A very wrathful, Call.Fr.108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.
Spanish (DGE)
(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.
Greek Monolingual
ἀρισκυδής (-οῡς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].