κνισολοιχία: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_9) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῑσολοιχία''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὸ [[λίπος]] ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1. | |lstext='''κνῑσολοιχία''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὸ [[λίπος]] ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνισολοιχία]], ἡ (Α) [[κνισολοιχός]]<br />το να επιθυμεί [[κάποιος]] με [[λαιμαργία]] το [[λίπος]] ψητού κρέατος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A love of fat or roast meat, Sophil.5.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσολοιχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ λίπος ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1.
Greek Monolingual
κνισολοιχία, ἡ (Α) κνισολοιχός
το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος.