κύστιγξ: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />petite vessie.<br />'''Étymologie:''' [[κύστις]]. | |btext=ιγγος (ἡ) :<br />petite vessie.<br />'''Étymologie:''' [[κύστις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύστιγξ]], -ιγγος, ἡ (Α)<br />υποκορ. του [[κύστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύστις]] <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγ</i>-<i>ος</i>, [[κατά]] το [[φύσιγξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of κύστις, Hp. ap. Gal.19.116.
German (Pape)
[Seite 1538] ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κύστιγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύστις, Ἱππ. ἐν Λεξ. Γαλην. σ. 512.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
petite vessie.
Étymologie: κύστις.
Greek Monolingual
κύστιγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
υποκορ. του κύστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγ-ος, κατά το φύσιγξ].