κρύφω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_22) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρύφω''': ῠ, μεταγν. [[τύπος]] τοῦ [[κρύπτω]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318. | |lstext='''κρύφω''': ῠ, μεταγν. [[τύπος]] τοῦ [[κρύπτω]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρύφω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κρύπτω]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κρυφ</i>-<i>α</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.
Greek (Liddell-Scott)
κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.
Greek Monolingual
κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].