μακροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(6_17) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακροδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27. | |lstext='''μακροδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[μακροδακτυλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μακροδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.
Greek (Liddell-Scott)
μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.