λώπη: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(Autenrieth)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[λέπω]]): [[mantle]], Od. 13.224†.
|auten=([[λέπω]]): [[mantle]], Od. 13.224†.
}}
{{grml
|mltxt=[[λώπη]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. λ.) [[ιμάτιο]], [[επενδύτης]] («δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[λώπη]] [[καθώς]] και η συνώνυμή της [[λῶπος]] (<i>τὸ</i>) εμφανίζουν την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>l</i><i>ō</i><i>p</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>lep</i>- «[[αποφλοιώνω]], [[γδέρνω]], [[αποχωρίζω]]», που βρίσκουμε στο ρ. [[λέπω]]. Ο τ. [[λώπη]] (ή [[λῶπος]]) απαντά ως α' συνθετικό στη λ. <i>λωπο</i>-[[δύτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώπη Medium diacritics: λώπη Low diacritics: λώπη Capitals: ΛΩΠΗ
Transliteration A: lṓpē Transliteration B: lōpē Transliteration C: lopi Beta Code: lw/ph

English (LSJ)

ἡ, (λέπω)

   A covering, robe, mantle, δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224, cf. Theoc.25.254, A.R.2.32:—also λῶπος, εος, τό, Alc.Supp.18.2 (dub.), Hippon.3, Anacr.80, Herod. 8.36, Theoc.14.66, Ps.-Luc.Philopatr.22.—Only poetic in class. writers, though prose writers have the derivs. λώπιον, λωποδύτης.

German (Pape)

[Seite 76] ἡ (λέπω), Hülle, Gewand; δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην, Od. 13, 224, also eine Art Mantel; ἀπ' ὤμων δίπλακα λώπην, Theocr. 25, 254; Ap. Rh. 2, 34, wo der Schol. χλανίς, διφθέρα erklärt, u. a. Sp., wie Agath. 8 (V, 294). Bei Sp. bes. ein Schaafpelz od. ein dickes, wollenes Kleid. Vgl. übrigens λῶπος u. λωποδύτης.

Greek (Liddell-Scott)

λώπη: ἡ, (λέπω) ἱμάτιον, περιβόλαιον, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως λῶπος, -εος, το, Ἱππῶν. 44˙, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, λώπιον, λωποδύτης.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de vêtement ou de manteau en peau.
Étymologie: λέπω.

English (Autenrieth)

(λέπω): mantle, Od. 13.224†.

Greek Monolingual

λώπη, ἡ (Α)
(ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (lōp-) της ΙΕ ρίζας lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω», που βρίσκουμε στο ρ. λέπω. Ο τ. λώπηλῶπος) απαντά ως α' συνθετικό στη λ. λωπο-δύτης].