μεθάρμοσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθάρμοσις''': ἡ, [[ἀλλαγή]], [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6. | |lstext='''μεθάρμοσις''': ἡ, [[ἀλλαγή]], [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθάρμοσις]], -εως, ἡ (Α) [[μεθαρμόττω]]<br />[[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («καὶ γίνεται [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν, οὐκ [[ἐλευθέρωσις]] τῶν Ἑλλήνων», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A change, δεσποτῶν Plb.18.45.6.
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Umstimmung, Veränderung, Pol. 18, 28, 6, δεσποτῶν.
Greek (Liddell-Scott)
μεθάρμοσις: ἡ, ἀλλαγή, μεθάρμοσις δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.
Greek Monolingual
μεθάρμοσις, -εως, ἡ (Α) μεθαρμόττω
μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.).