ἀκοντιστικός: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[diestro con el dardo o jabalina]] X.<i>Cyr</i>.7.5.63, 6.2.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. [[el arte de lanzar la jabalina]] Pl.<i>Thg</i>.126b, Ael.<i>Tact</i>.p.232.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en el tiro de jabalina como deporte]], Poll.3.151. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[diestro con el dardo o jabalina]] X.<i>Cyr</i>.7.5.63, 6.2.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. [[el arte de lanzar la jabalina]] Pl.<i>Thg</i>.126b, Ael.<i>Tact</i>.p.232.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en el tiro de jabalina como deporte]], Poll.3.151. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.
German (Pape)
[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 diestro con el dardo o jabalina X.Cyr.7.5.63, 6.2.4.
2 subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. el arte de lanzar la jabalina Pl.Thg.126b, Ael.Tact.p.232.
3 adv. -ῶς en el tiro de jabalina como deporte, Poll.3.151.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκοντιστικός, -ή, -ὸν) ἀκοντίζω
επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο
αρχ.
(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά
η τέχνη του ακοντισμού.