ἄκυλος: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(big3_2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄκῠλος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> hάκ- <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.387.69 (V a.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[bellota de encina]] <i>Od</i>.10.242, Hp.<i>Vict</i>.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.<i>HA</i> 595<sup>a</sup>29, Thphr.<i>HP</i> 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.<i>Al</i>.261.<br /><b class="num">2</b> [[adorno en forma de bellota]] ὅρμος χρυσōς ἀκύλον <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.386.62 (V a.C.), cf. 2<sup>2</sup>.1544.11 (Eleusis IV a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. prést. | |dgtxt=(ἄκῠλος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> hάκ- <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.387.69 (V a.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[bellota de encina]] <i>Od</i>.10.242, Hp.<i>Vict</i>.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.<i>HA</i> 595<sup>a</sup>29, Thphr.<i>HP</i> 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.<i>Al</i>.261.<br /><b class="num">2</b> [[adorno en forma de bellota]] ὅρμος χρυσōς ἀκύλον <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.386.62 (V a.C.), cf. 2<sup>2</sup>.1544.11 (Eleusis IV a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. prést. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Theoc.5.94), the
A acorn of Quercus Ilex, given to swine with βάλανος, Od.10.242, Pherecr. 186, Arist.HA595a29, cf. Amphis 38, Thphr.HP3.16.3 :—used in games, Poll.9.103. II ornament or jewel in form of acorn, IG2.767b11 :—neut., ἄκυλον, τό, Ἐφ. Ἀρχ.1895.70.
German (Pape)
[Seite 87] ἡ, die eßbare Eichel, Frucht der πρῖνος, Amphis bei Ath. II, 50 e, u. der ἀρία, Theophr. H. Pl. 3, 16; Hom. einmal, Od. 10, 242 πάρ ῥ' ἄκυλον βάλανόν τ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης; Theocr. 5, 94; neben βάλανος Phereer. B. A. 373.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῠλος: ὁ, εἶδος βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους μετὰ τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ καρπὸς τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
gland comestible, fruit.
Étymologie: DELG orig. obsc.
English (Autenrieth)
edible acorn, sweet acorn, Od. 10.242†.
Spanish (DGE)
(ἄκῠλος) -ου, ἡ
• Alolema(s): hάκ- IG 13.387.69 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bellota de encina Od.10.242, Hp.Vict.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.HA 595a29, Thphr.HP 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.Al.261.
2 adorno en forma de bellota ὅρμος χρυσōς ἀκύλον IG 13.386.62 (V a.C.), cf. 22.1544.11 (Eleusis IV a.C.).
• Etimología: Prob. prést.
Greek Monolingual
ο, η (Α ἄκυλος)
ονομασία που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου
αρχ.
είδος βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους μαζί με το κοινό βαλανίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας
αβέβαιη είναι η σύνδεση της λ. με το ουσ. άκολος «ψίχουλο» και με το ρ. της σανσκρ. aśnāti «τρώγω»].