ἀλεκτρυών: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ, ἡ)<br />coq, poule, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέκτωρ]].
|btext=όνος (ὁ, ἡ)<br />coq, poule, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέκτωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]] , <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρυών Medium diacritics: ἀλεκτρυών Low diacritics: αλεκτρυών Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ
Transliteration A: alektryṓn Transliteration B: alektryōn Transliteration C: alektryon Beta Code: a)lektruw/n

English (LSJ)

[ᾰ], όνος, ὁ,

   A cock, Thgn.864, etc., cf. Arist.HA536a28, etc.; ἤδη ἀ. ᾀδόντων at cock-crow, Pl.Smp.223c.    2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.    II ἡ, hen, Ar.Nu.663, Fr.185, Pl.Com.19.20, Theopomp. Com.9, etc.

German (Pape)

[Seite 92] όνος, ὁ, Hahn, zuerst bei Theogn. 1096, vgl. Aristonic. Schol. Il. 17, 602; Plat. u. A.; auch ἡ, Henne, Ar. Nub. 662; comic. bei Athen. IX, 373 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυών: [ᾰ], όνος, ὁ, ἀλέκτωρ, gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. ἀλέκτωρ, ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ, ἡ)
coq, poule, oiseau.
Étymologie: ἀλέκτωρ.

Greek Monolingual

ἀλεκτρυών (-όνος), ο, η (Α)
1. (το αρσ.) πετεινός, κόκορας
2. το θηλ. όρνιθα, κότα
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. της λ. ἀλέκτωρ που σχηματίστηκε αναλογικά προς λ. όπως ἀλκυών , Γηρυών κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτρύαινα, ἀλεκτρυόνειος, ἀλεκτρυόνιο, ἀλεκτρυώδης
μσν.
ἀλεκτρυονίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλεκτρυονοπώλης, ἀλεκτρυονοπωλητήριον. ἀλεκτρυονοτρόφος, ἀλεκτρυοφώνιον
(μσν. νεοελλ.) ἀλεκτρυομαντεία].