ἁλιστός: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἅλιστος, -ον (Α)<br />ο [[ἄλλιστος]].
|mltxt=ἅλιστος, -ον (Α)<br />ο [[ἄλλιστος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁλιστός]], -ή, -όν (AM) [[ἁλίζω]] ΙΙ]<br />αυτός που διατηρείται [[μέσα]] σε [[άλμη]], [[αλατιστός]], [[αλίπαστος]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιστός Medium diacritics: ἁλιστός Low diacritics: αλιστός Capitals: ΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: halistós Transliteration B: halistos Transliteration C: alistos Beta Code: a(listo/s

English (LSJ)

[ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω)

   A salted, pickled, Str.4.4.3, Orib.Fr.58, Aeët.9.38, AP9.377 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 98] ή, όν, eingesalzen, χηνὸς λίπη Pallad. 21 (IX, 377); Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστός: [ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω) ἁλατιστός, ἐν ἅλμῃ διατηρούμενος, Ἀνθ. Π. 9. 377, Στράβ. 197.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
salé.
Étymologie: ἁλίζω¹.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 salado, condimentado Str.4.4.3, Orib.Ec.57.7, AP 9.377 (Pall.).
2 subst. τὸ ἁ. carne en salazón, DP 4.7, SEG 39.1577.2 (Berito V d.C.).

Greek Monolingual

ἅλιστος, -ον (Α)
ο ἄλλιστος.

Greek Monolingual

ἁλιστός, -ή, -όν (AM) ἁλίζω ΙΙ]
αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος.