ἀμμοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se esconde en la arena]] cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.<i>Ven</i>.22.1. | |dgtxt=-ου, ὁ [[que se esconde en la arena]] cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.<i>Ven</i>.22.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμμοδύτης]], ο (Α)<br />αυτός που εισδύει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δύτης]] «[[βουτηχτής]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.
Greek Monolingual
ἀμμοδύτης, ο (Α)
αυτός που εισδύει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].