ἀμφαγείρομαι: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(Autenrieth)
(3)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[gather]] [[around]], only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.
|auten=[[gather]] [[around]], only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφαγείρομαι]] (Α)<br />συναθροίζομαι [[γύρω]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> αρχ. <i>ἀγείρομαι</i>. Οι τ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερόθοντο</i> πλάστηκαν στην επική [[γλώσσα]] με [[παρεμβολή]] του σχηματιστικού επιθήματος -<i>θ</i>- και [[γενίκευση]] του <i>η</i> για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφαγείρομαι Medium diacritics: ἀμφαγείρομαι Low diacritics: αμφαγείρομαι Capitals: ΑΜΦΑΓΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: amphageíromai Transliteration B: amphageiromai Transliteration C: amfageiromai Beta Code: a)mfagei/romai

English (LSJ)

Med.,

   A gather round, Hom. only in aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37, cf. A.R.4.1527: in later Ep. pres. ἀμφαγέρομαι Theoc.17.94, Opp.H.3.231, 4.114.

German (Pape)

[Seite 133] Hom. im aor. Iliad. 18, 37 θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφαγείρομαι: Μέσ. συναθροίζομαι, συνέρχομαι πέριξ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· ἐντεῦθεν παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. ἀμφηγερέθομαι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 épq. 3ᵉ pl. ἀμφαγέροντο, d’où postér. prés. 3ᵉ pl. ἀμφαγέρονται;
se rassembler autour de.
Étymologie: ἀμφί, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

gather around, only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.

Greek Monolingual

ἀμφαγείρομαι (Α)
συναθροίζομαι γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή του σχηματιστικού επιθήματος -θ- και γενίκευση του η για μετρικούς λόγους].