ἁμίλλημα: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[afán]] ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.<i>El</i>.493<br /><b class="num">•</b>[[esfuerzo]] καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος [[Ἀντωνῖνος]] <i>CIG</i> 5149b (Cirene). | |dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[afán]] ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.<i>El</i>.493<br /><b class="num">•</b>[[esfuerzo]] καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος [[Ἀντωνῖνος]] <i>CIG</i> 5149b (Cirene). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁμίλλημα]], το (Α) [[ἁμιλλῶμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγώνας]], [[πάλη]]<br /><b>2.</b> γενετήσια [[μίξη]], [[συνουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A conflict, struggle, S.El.493; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος CIG 5149b (Cyrene).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμίλλημα: -ατος, τό, ἀγών, Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. ἄλεκτρος. - καθ’ ἁμιλλάματα πρᾶτος Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lutte passionnée (pour obtenir qqch.) ; désir.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
afán ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.El.493
•esfuerzo καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος Ἀντωνῖνος CIG 5149b (Cirene).
Greek Monolingual
ἁμίλλημα, το (Α) ἁμιλλῶμαι
1. αγώνας, πάλη
2. γενετήσια μίξη, συνουσία.