ἀμφημερινός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(big3_3)
(3)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[diario]] πυρετός fiebre cotidiana</i> op. otros tipos de fiebres, Hp.<i>Epid</i>.1.6, cf. <i>Morb.Sacr</i>.1.6, <i>Nat.Hom</i>.15, Pl.<i>Ti</i>.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, <i>POxy</i>.1151.36 (V a.C.), <i>Cyran</i>.1.21.60, 1.24.41<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas</i> Aret.<i>SD</i> 1.2.1.
|dgtxt=-όν<br />[[diario]] πυρετός fiebre cotidiana</i> op. otros tipos de fiebres, Hp.<i>Epid</i>.1.6, cf. <i>Morb.Sacr</i>.1.6, <i>Nat.Hom</i>.15, Pl.<i>Ti</i>.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, <i>POxy</i>.1151.36 (V a.C.), <i>Cyran</i>.1.21.60, 1.24.41<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas</i> Aret.<i>SD</i> 1.2.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφημερινὸς]] και [[ἀμφήμερος]] [[πυρετός]], ο (Α)<br />[[καθημερινός]] (σε αντίθ. [[προς]] τα [[τριταῖος]], [[τεταρταῖος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀμφημερινὸς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμερινὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]] και ο τ. [[ἀμφήμερος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 134] πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφημερῐνός: πυρετὸς καθημερινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διάτριτον καὶ τεταρταῖον, ὡς καὶ πρὸς τὸν νυκτερινόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944, Πλάτ. Τίμ. 86Α· πρβλ. Μοῖριν ἔκδ. Πιερσ. σ. 46: ― οὕτως, ἀμφήμερος (ἐνν. πυρετὸς) Σοφ. Ἀποσπ. 448.

Spanish (DGE)

-όν
diario πυρετός fiebre cotidiana op. otros tipos de fiebres, Hp.Epid.1.6, cf. Morb.Sacr.1.6, Nat.Hom.15, Pl.Ti.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, POxy.1151.36 (V a.C.), Cyran.1.21.60, 1.24.41
neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas Aret.SD 1.2.1.

Greek Monolingual

ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α)
καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι)- + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι)- + -ήμερος < ἡμέρα.