ἀναλείχω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[lamer]] τὸ [[αἷμα]] ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.
|dgtxt=[[lamer]] τὸ [[αἷμα]] ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναλείχω]])<br />[[γλείφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθώ]] να φάω [[κάτι]] νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] [[υγρασία]]<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) ρέω σε ελάχιστη [[ποσότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λείχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλειχάδα]]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλείχω Medium diacritics: ἀναλείχω Low diacritics: αναλείχω Capitals: ΑΝΑΛΕΙΧΩ
Transliteration A: analeíchō Transliteration B: analeichō Transliteration C: analeicho Beta Code: a)nalei/xw

English (LSJ)

   A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].